ευδιεινός: Difference between revisions
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
(14) |
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐδιεινός]], -ή, -όν (ΑΜ, Α και εὐδ(ε)ινός, -ή, -όν)<br /><b>1.</b> [[εύδιος]] («εὐδιεινὴν γαλήνην παρασχών», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που προφυλάσσεται από τις καιρικές μεταβολές («ἐν | |mltxt=[[εὐδιεινός]], -ή, -όν (ΑΜ, Α και εὐδ(ε)ινός, -ή, -όν)<br /><b>1.</b> [[εύδιος]] («εὐδιεινὴν γαλήνην παρασχών», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που προφυλάσσεται από τις καιρικές μεταβολές («ἐν εὐδιεινοῖς» — σε απάνεμα μέρη, <b>Ξεν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐδιεινῶς</i> (Α)<br />με [[πραότητα]], [[ήσυχα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ευδία]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εινος</i>, [[κατά]] τα <i>φα</i>-<i>εινός</i>, <i>αλε</i>-<i>εινός</i>. Ο τ. [[ευδεινός]] [[είναι]] μτγν.]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:55, 18 June 2022
Greek Monolingual
εὐδιεινός, -ή, -όν (ΑΜ, Α και εὐδ(ε)ινός, -ή, -όν)
1. εύδιος («εὐδιεινὴν γαλήνην παρασχών», Πλάτ.)
2. (για τόπο) αυτός που προφυλάσσεται από τις καιρικές μεταβολές («ἐν εὐδιεινοῖς» — σε απάνεμα μέρη, Ξεν.).
επίρρ...
εὐδιεινῶς (Α)
με πραότητα, ήσυχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευδία + επίθημα -εινος, κατά τα φα-εινός, αλε-εινός. Ο τ. ευδεινός είναι μτγν.].