επισπείρω: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
(13)
 
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπισπείρω]] (Α) [[σπείρω]]<br /><b>1.</b> [[σπέρνω]] [[ξανά]] ή [[επάνω]] σε κάποιον χώρο<br /><b>2.</b> [[κατηγορώ]] («μομφὰν δ’ ἐπισπείρων ἀλιτροῑς», <b>Πίνδ.</b>).
|mltxt=[[ἐπισπείρω]] (Α) [[σπείρω]]<br /><b>1.</b> [[σπέρνω]] [[ξανά]] ή [[επάνω]] σε κάποιον χώρο<br /><b>2.</b> [[κατηγορώ]] («μομφὰν δ’ ἐπισπείρων ἀλιτροῖς», <b>Πίνδ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 15:00, 18 June 2022

Greek Monolingual

ἐπισπείρω (Α) σπείρω
1. σπέρνω ξανά ή επάνω σε κάποιον χώρο
2. κατηγορώ («μομφὰν δ’ ἐπισπείρων ἀλιτροῖς», Πίνδ.).