ἀκηδιάω: Difference between revisions
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> contr. -ῶ<br /><b class="num">1</b> [[descuidarse]] βλέπε μὴ ἀκηδιάσῃς ἐν τῷ καιρῷ τῆς λευκώσεως Zos.Alch.133.20.<br /><b class="num">2</b> [[estar triste]], [[angustiarse]] πρὸς σὲ ἐκέκραξα ἐν τῷ ἀκηδιάσαι τὴν καρδίαν μου LXX <i>Ps</i>.60.3.<br /><b class="num">3</b> [[desanimarse]] μὴ ἀκηδιῶμεν πρὸς τὰ παρόντα Basil.M.32.584B<br /><b class="num">•</b>[[encontrarse en estado de acidia]] ἀκηδιῶν οὖν καθ' ἑαυτόν Pall.<i>H.Laus</i>.21.3<br /><b class="num">•</b>[[estar hastiado]] Chrys.M.59.322, ἐὰν γὰρ θελήσωμεν ἐσθίοντες κορεσθῆναι, ταχέως ἀκηδιάσαντες ἐφ' ἑτέραν τραπησόμεθα ἐπιθυμίαν Marc.Er.<i>Iei</i>.1.10. | |dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> contr. -ῶ<br /><b class="num">1</b> [[descuidarse]] βλέπε μὴ ἀκηδιάσῃς ἐν τῷ καιρῷ τῆς λευκώσεως Zos.Alch.133.20.<br /><b class="num">2</b> [[estar triste]], [[angustiarse]] πρὸς σὲ ἐκέκραξα ἐν τῷ ἀκηδιάσαι τὴν καρδίαν μου [[LXX]] <i>Ps</i>.60.3.<br /><b class="num">3</b> [[desanimarse]] μὴ ἀκηδιῶμεν πρὸς τὰ παρόντα Basil.M.32.584B<br /><b class="num">•</b>[[encontrarse en estado de acidia]] ἀκηδιῶν οὖν καθ' ἑαυτόν Pall.<i>H.Laus</i>.21.3<br /><b class="num">•</b>[[estar hastiado]] Chrys.M.59.322, ἐὰν γὰρ θελήσωμεν ἐσθίοντες κορεσθῆναι, ταχέως ἀκηδιάσαντες ἐφ' ἑτέραν τραπησόμεθα ἐπιθυμίαν Marc.Er.<i>Iei</i>.1.10. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:40, 20 June 2022
English (LSJ)
A to be careless, Zos.Alch. p.133B. 2 to be exhausted, weary, LXX Ps.60(61).2, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκηδιάω: εἶμαι ἄφροντις ἢ ἀπερίσκεπτος, Βασίλ., Ἰω. Χρυσ. 2) εἶμαι νεναρκωμένος, ἐξηντλημένος, καταπεπονημένος, Ἑβδ. (Ψαλ. ξ΄, 2. ρμβ΄, 4, κτλ.).
Spanish (DGE)
• Alolema(s): contr. -ῶ
1 descuidarse βλέπε μὴ ἀκηδιάσῃς ἐν τῷ καιρῷ τῆς λευκώσεως Zos.Alch.133.20.
2 estar triste, angustiarse πρὸς σὲ ἐκέκραξα ἐν τῷ ἀκηδιάσαι τὴν καρδίαν μου LXX Ps.60.3.
3 desanimarse μὴ ἀκηδιῶμεν πρὸς τὰ παρόντα Basil.M.32.584B
•encontrarse en estado de acidia ἀκηδιῶν οὖν καθ' ἑαυτόν Pall.H.Laus.21.3
•estar hastiado Chrys.M.59.322, ἐὰν γὰρ θελήσωμεν ἐσθίοντες κορεσθῆναι, ταχέως ἀκηδιάσαντες ἐφ' ἑτέραν τραπησόμεθα ἐπιθυμίαν Marc.Er.Iei.1.10.