λικερτίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
(23)
m (Text replacement - "ρτᾱν" to "ρτᾶν")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λικερτίζω]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[λικερτίζειν]]<br />σκιρτᾱν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[είναι]], πιθ., εσφαλμένη [[γραφή]] του τ. [[ἀσκαρίζω]] «[[σκιρτώ]], [[πηδώ]]». Κατ' άλλους, ο τ. συνδέεται με τους [[ληκάω]], <i>λάξ</i> και [[λακτίζω]].
|mltxt=[[λικερτίζω]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[λικερτίζειν]]<br />σκιρτᾶν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[είναι]], πιθ., εσφαλμένη [[γραφή]] του τ. [[ἀσκαρίζω]] «[[σκιρτώ]], [[πηδώ]]». Κατ' άλλους, ο τ. συνδέεται με τους [[ληκάω]], <i>λάξ</i> και [[λακτίζω]].
}}
}}

Latest revision as of 05:38, 29 July 2022

French (Bailly abrégé)

= σκιρτάω Hsch.
Étymologie: DELG cf. ληκάω.

Greek Monolingual

λικερτίζω (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «λικερτίζειν
σκιρτᾶν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. είναι, πιθ., εσφαλμένη γραφή του τ. ἀσκαρίζω «σκιρτώ, πηδώ». Κατ' άλλους, ο τ. συνδέεται με τους ληκάω, λάξ και λακτίζω.