παραμήριον: Difference between revisions
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(6_21) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραμήριον''': τό, «σπάθας τε καὶ [[ξίφη]], [[ἅπερ]] καλεῖν εἰώθασι [[παραμήρια]]» Ἰουστινιανοῦ Νεαρ. 85. 4· καὶ ἕτερα [[παραμήρια]], [[ἤτοι]] μαχαίρας» Λεόντ. Τακτ. 6, 2, κλ. | |lstext='''παραμήριον''': τό, «σπάθας τε καὶ [[ξίφη]], [[ἅπερ]] καλεῖν εἰώθασι [[παραμήρια]]» Ἰουστινιανοῦ Νεαρ. 85. 4· καὶ ἕτερα [[παραμήρια]], [[ἤτοι]] μαχαίρας» Λεόντ. Τακτ. 6, 2, κλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[παραμήριον]]<br />[[εγχειρίδιο]] και, γενικά, κοφτερό όπλο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[παραμήριος]] [[μάχαιρα]]»<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[μαχαίρι]] που έφεραν στο πλάι του μηρού<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[παραμήρια]]<br />τα εσωτερικά τμήματα τών μηρών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μηρός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:46, 8 August 2022
Greek (Liddell-Scott)
παραμήριον: τό, «σπάθας τε καὶ ξίφη, ἅπερ καλεῖν εἰώθασι παραμήρια» Ἰουστινιανοῦ Νεαρ. 85. 4· καὶ ἕτερα παραμήρια, ἤτοι μαχαίρας» Λεόντ. Τακτ. 6, 2, κλ.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ παραμήριον
εγχειρίδιο και, γενικά, κοφτερό όπλο
αρχ.
1. φρ. «παραμήριος μάχαιρα»
(κατά τον Ησύχ.) μαχαίρι που έφεραν στο πλάι του μηρού
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παραμήρια
τα εσωτερικά τμήματα τών μηρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + μηρός + κατάλ. -ιος].