κατάλληλα: Difference between revisions
From LSJ
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
(2b) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κατάλληλα:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> одновременно (κ. Μακεδόνων μὲν ἀπὸ τῆς Ῥωμαίων [[φιλίας]], Λακεδαιμονίων δὲ τῆς τῶν Ἀχαιῶν συμπολιτείας ἀποστάντων Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> последовательно (αἱ κ. γενόμεναι πράξεις Polyb.). | |elrutext='''κατάλληλα:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> [[одновременно]] (κ. Μακεδόνων μὲν ἀπὸ τῆς Ῥωμαίων [[φιλίας]], Λακεδαιμονίων δὲ τῆς τῶν Ἀχαιῶν συμπολιτείας ἀποστάντων Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[последовательно]] (αἱ κ. γενόμεναι πράξεις Polyb.). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:44, 19 August 2022
Greek Monolingual
επίρρ.
βλ. κατάλληλος.
Russian (Dvoretsky)
κατάλληλα: adv.
1) одновременно (κ. Μακεδόνων μὲν ἀπὸ τῆς Ῥωμαίων φιλίας, Λακεδαιμονίων δὲ τῆς τῶν Ἀχαιῶν συμπολιτείας ἀποστάντων Polyb.);
2) последовательно (αἱ κ. γενόμεναι πράξεις Polyb.).