ἰσχιορρωγικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)«([\p{Cyrillic}\s]+)»" to "«$1»")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἰσχιορρωγικός:''' «с разбитыми бедрами», хромающий: ἰ. [[στίχος]] исхиоррогический стих (ямбический стих со спондеем во 2-й, 4-й или 6-й стопе).
|elrutext='''ἰσχιορρωγικός:''' «[[с разбитыми бедрами]]», хромающий: ἰ. [[στίχος]] исхиоррогический стих (ямбический стих со спондеем во 2-й, 4-й или 6-й стопе).
}}
}}

Revision as of 09:10, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχιορρωγικός Medium diacritics: ἰσχιορρωγικός Low diacritics: ισχιορρωγικός Capitals: ΙΣΧΙΟΡΡΩΓΙΚΟΣ
Transliteration A: ischiorrōgikós Transliteration B: ischiorrōgikos Transliteration C: ischiorrogikos Beta Code: i)sxiorrwgiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (ῥώξ) A with broken hips, limping, μέτρον ἰ. an iambic trimeter ending in five long syilables ascribed to Ananius, Gramm. Harl. in Studemund Ind. Lect. Vratisl. 1887/8p.16:—also ἰσχιορρώξ (sc. στίχος), ῶγος, ὁ, Tz.in An.Ox.3.310.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχιορρωγικός: -ή, -όν, (ῥὼξ) ἔχων διερρωγότα τὰ ἰσχία, χωλαίνων, στίχος ἰσχ., ἰαμβικὸς μετὰ σπονδείων ἐν τῇ β΄, δ΄ καὶ ς΄ χώρᾳ. Γραμμ. παρὰ Tyrwh, Diss. De Babrio σ. 17· πρβλ. χωλίαμβος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἰσχιορρωγικός, -ή, -όν)
αυτός που έχει πάθει μετακίνηση τών ισχίων, ο ξεγοφιασμένος
αρχ.
(για στίχους) φρ. «ἰσχιορρωγικον μέτρον» — εξάμετρος στίχος με σπονδείους στη β', δ' και στ' χώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχίον + ρώξ, ρωγ-ός «ρωγμή» (< ρήγνυμι) με διπλασιασμό του αρκτικού ρ- εν συνθέσει λόγω του προηγουμένου βραχέος φωνήεντος].

Russian (Dvoretsky)

ἰσχιορρωγικός: «с разбитыми бедрами», хромающий: ἰ. στίχος исхиоррогический стих (ямбический стих со спондеем во 2-й, 4-й или 6-й стопе).