μητίζομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται → be drawn away and expanded
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μητίζομαι:''' изобретать, создавать ([[πρώτιστον]] μὲν Ἔρωτα [[θεῶν]] μητίσατο πάντων [[Parmenides]] ap. Plut.). | |elrutext='''μητίζομαι:''' [[изобретать]], [[создавать]] ([[πρώτιστον]] μὲν Ἔρωτα [[θεῶν]] μητίσατο πάντων [[Parmenides]] ap. Plut.). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:25, 20 August 2022
English (LSJ)
A v. μητίομαι.
Greek (Liddell-Scott)
μητίζομαι: ἴδε μητίομαι.
Greek Monolingual
μητίζομαι (Α)
(δ. γρφ.) μητίομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του μητίομαι.
Russian (Dvoretsky)
μητίζομαι: изобретать, создавать (πρώτιστον μὲν Ἔρωτα θεῶν μητίσατο πάντων Parmenides ap. Plut.).