πρωτόσπορος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
m (LSJ2 replacement) |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πρωτόσπορος:''' впервые созидающий, творящий (θεοῦ [[φωνή]] Anth.). | |elrutext='''πρωτόσπορος:''' [[впервые созидающий]], [[творящий]] (θεοῦ [[φωνή]] Anth.). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:55, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, Pass., first sown or generated, Theodect. 18, Nonn. D. 9.142, etc.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που σπάρθηκε ή γονιμοποιήθηκε πρώτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -σπόρος (< σπόρος < σπείρω). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.].
Russian (Dvoretsky)
πρωτόσπορος: впервые созидающий, творящий (θεοῦ φωνή Anth.).