ὀλιγόσπερμος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὀλῐγόσπερμος:''' имеющий мало семени (ζῷα Arst.) или семян (φυτά Arst.).
|elrutext='''ὀλῐγόσπερμος:''' [[имеющий мало семени]] (ζῷα Arst.) или семян (φυτά Arst.).
}}
}}

Revision as of 14:55, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγόσπερμος Medium diacritics: ὀλιγόσπερμος Low diacritics: ολιγόσπερμος Capitals: ΟΛΙΓΟΣΠΕΡΜΟΣ
Transliteration A: oligóspermos Transliteration B: oligospermos Transliteration C: oligospermos Beta Code: o)ligo/spermos

English (LSJ)

ον, A having little seed, Arist.GA725b29, Thphr.HP 7.4.4 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 322] mit wenig Samen, Arist. gen. an. 1, 18; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγόσπερμος: -ον, ὁ ἔχων ὀλίγον σπέρμα, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 57.

Greek Monolingual

και λιγόσπερμος, -η, -ο (Α ὀλιγόσπερμος, -ον)
αυτός που έχει ή παράγει λίγο σπέρμα («τὰ μὲν πολύσπερμα, τὰ δ' ὀλιγόσπερμά ἐστι», Αριστοτ.)
νεοελλ.
(το ουδ πληθ. ως ουσ.) τα ολιγόσπερμα
φυτά που περιέχουν ή παράγουν λίγα σπέρματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -σπερμος (< σπέρμα)].

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγόσπερμος: имеющий мало семени (ζῷα Arst.) или семян (φυτά Arst.).