διμηνιαῖος: Difference between revisions
Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ") |
m (Text replacement - "‘([\w\s]+)’" to "‘$1’") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> διμηναῖος Ath.Al.M.28.1556A, Anat.<i>Bub</i>.3.3<br /><b class="num">1</b> de pers. [[de dos meses de edad o de vida]] παιδίον ὡς διμηνιαῖον Hp.<i>Epid</i>.7.106, ἔμβρυον Hp.<i>Mul</i>.1.47, δ.· bimenstruus</i>, <i>Gloss</i>.2.277.<br /><b class="num">2</b> c. palabras de | |dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> διμηναῖος Ath.Al.M.28.1556A, Anat.<i>Bub</i>.3.3<br /><b class="num">1</b> de pers. [[de dos meses de edad o de vida]] παιδίον ὡς διμηνιαῖον Hp.<i>Epid</i>.7.106, ἔμβρυον Hp.<i>Mul</i>.1.47, δ.· bimenstruus</i>, <i>Gloss</i>.2.277.<br /><b class="num">2</b> c. palabras de ‘[[tiempo]]’ [[de dos meses]], [[que dura dos meses]] διμηνιαίαν τῶν ἡμερῶν τὴν μεγίστην ἡμέραν συμβαίνει γίνεσθαι el día más largo llega a durar dos meses</i> Gem.6.14, cf. Cleom.1.4.218, χρόνος <i>PFam.Teb</i>.15.59 (II d.C.), Ath.Al.l.c., <i>Gp</i>.17.3.3, Anat.l.c. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-αία, -ο (Α διμηνιαῖος, -α, -ον)<br />αυτός που διαρκεί δύο μήνες («διμηνιαία [[άδεια]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται [[κάθε]] δυο μήνες («διμηνιαίο περιοδικό»)<br /><b>αρχ.</b><br />ηλικίας δύο μηνών. | |mltxt=-αία, -ο (Α διμηνιαῖος, -α, -ον)<br />αυτός που διαρκεί δύο μήνες («διμηνιαία [[άδεια]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται [[κάθε]] δυο μήνες («διμηνιαίο περιοδικό»)<br /><b>αρχ.</b><br />ηλικίας δύο μηνών. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:50, 21 August 2022
English (LSJ)
α, ον, A two months old, Hp.Nat.Mul.19, Mul. 1.47; of two months, χρόνος Cleom.1.7, Gem.6.14, Gp.17.3.3 (v.l. -μηναῖος).
Greek (Liddell-Scott)
διμηνιαῖος: -α, -ον, δύο μηνῶν τὴν ἡλικίαν, Ἱππ. 690Α, 757F.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): διμηναῖος Ath.Al.M.28.1556A, Anat.Bub.3.3
1 de pers. de dos meses de edad o de vida παιδίον ὡς διμηνιαῖον Hp.Epid.7.106, ἔμβρυον Hp.Mul.1.47, δ.· bimenstruus, Gloss.2.277.
2 c. palabras de ‘tiempo’ de dos meses, que dura dos meses διμηνιαίαν τῶν ἡμερῶν τὴν μεγίστην ἡμέραν συμβαίνει γίνεσθαι el día más largo llega a durar dos meses Gem.6.14, cf. Cleom.1.4.218, χρόνος PFam.Teb.15.59 (II d.C.), Ath.Al.l.c., Gp.17.3.3, Anat.l.c.
Greek Monolingual
-αία, -ο (Α διμηνιαῖος, -α, -ον)
αυτός που διαρκεί δύο μήνες («διμηνιαία άδεια»)
νεοελλ.
αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται κάθε δυο μήνες («διμηνιαίο περιοδικό»)
αρχ.
ηλικίας δύο μηνών.