σαργῖνος: Difference between revisions
From LSJ
Ἰδών τι κρυπτὸν (χρηστὸν) μηδὲν ἐκφάνῃς ὅλως → Aliquid vidisti occultum (pulchrum)? Nihil elimina → Siehst du Verborgnes (was Gutes), offenbare dich nicht ganz
(4) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σαργῖνος:''' ὁ саргин (род рыбы) Arst. | |elrutext='''σαργῖνος:''' ὁ [[саргин]] (род рыбы) Arst. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:30, 23 August 2022
English (LSJ)
ὁ, a kind of gregarious fish, Epich.56, Arist.HA610b6.
German (Pape)
[Seite 862] ὁ, Ath. VII, 321 c aus Epicharm., ein Fisch, vom Folgdn unterschieden, nach Einigen f. L. statt σαρδῖνος, vgl. Arist. H. A. 9, 2.
Greek (Liddell-Scott)
σαργῖνος: ὁ, εἶδος ἰχθύος κατ’ ἀγέλας πορευομένου, Ἐπίχ. 31 Ahr., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 2, 1.
Greek Monolingual
ὁ, Α
είδος ψαριού που ζει κατά αγέλες («ἀγελαῑά ἐστι τὰ τοιάδε... ἀθερῑνοι, σαργῑνοι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαργός + επίθημα -ῖνος, το οποίο απαντά και σε άλλες ονομ. ψαριών (πρβλ. κεστρ-ῖνος, κορακ-ῖνος, σαρδ-ῖνος)].
Russian (Dvoretsky)
σαργῖνος: ὁ саргин (род рыбы) Arst.