παραίσθησις: Difference between revisions
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)" to "") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paraisthisis | |Transliteration C=paraisthisis | ||
|Beta Code=parai/sqhsis | |Beta Code=parai/sqhsis | ||
|Definition=εως, ἡ, | |Definition=εως, ἡ, [[misperception]], <span class="bibl">Phld.<span class="title">Piet.</span>116</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραίσθησις''': ἡ, Σωρ. Ἐφ. ἔκδ. Ἑρμ. σ. 113. - Σημαίνει [[ἐκεῖ]] μικράν, [[μόλις]] δήλην αἴσθησιν· ἀλλ’ οὐδὲν κωλύει νὰ μεταχειρίζηταί τις τὴν λέξ. καὶ ἀντὶ οὐκ ἀληθοῦς αἰσθήσεως. | |lstext='''παραίσθησις''': ἡ, Σωρ. Ἐφ. ἔκδ. Ἑρμ. σ. 113. - Σημαίνει [[ἐκεῖ]] μικράν, [[μόλις]] δήλην αἴσθησιν· ἀλλ’ οὐδὲν κωλύει νὰ μεταχειρίζηταί τις τὴν λέξ. καὶ ἀντὶ οὐκ ἀληθοῦς αἰσθήσεως. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:47, 23 August 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, misperception, Phld.Piet.116.
Greek (Liddell-Scott)
παραίσθησις: ἡ, Σωρ. Ἐφ. ἔκδ. Ἑρμ. σ. 113. - Σημαίνει ἐκεῖ μικράν, μόλις δήλην αἴσθησιν· ἀλλ’ οὐδὲν κωλύει νὰ μεταχειρίζηταί τις τὴν λέξ. καὶ ἀντὶ οὐκ ἀληθοῦς αἰσθήσεως.