συγκαταλέχω: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sygkatalecho | |Transliteration C=sygkatalecho | ||
|Beta Code=sugkatale/xw | |Beta Code=sugkatale/xw | ||
|Definition= | |Definition=[[lay down with]], in aor. 1 Act., <b class="b3">συγκατέλεξε κόρῃ</b> Epigr. in <span class="title">Philol.</span>88.139 (Crete):—Med., [[lie down with]], in non-thematic aor., συγκατέλεκτο ἡμῖν <span class="bibl">Luc.<span class="title">Charid.</span> 4</span>. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:30, 23 August 2022
English (LSJ)
lay down with, in aor. 1 Act., συγκατέλεξε κόρῃ Epigr. in Philol.88.139 (Crete):—Med., lie down with, in non-thematic aor., συγκατέλεκτο ἡμῖν Luc.Charid. 4.
Greek Monolingual
Α
1. κοιμάμαι με κάποιον
2. (το μέσ.) συγκαταλέχομαι
ξαπλώνω μαζί με άλλον ή άλλους ή δίπλα σε άλλον ή άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταλέχομαι «είμαι ξαπλωμένος κάτω, κατακλίνομαι»].
Greek Monolingual
Α
1. κοιμάμαι με κάποιον
2. (το μέσ.) συγκαταλέχομαι
ξαπλώνω μαζί με άλλον ή άλλους ή δίπλα σε άλλον ή άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταλέχομαι «είμαι ξαπλωμένος κάτω, κατακλίνομαι»].