φοιβηλάλος: Difference between revisions

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=foivilalos
|Transliteration C=foivilalos
|Beta Code=foibhla/los
|Beta Code=foibhla/los
|Definition=[ᾰ], ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[uttering the oracles of Phoebus]], [[τρίπους]], [[μάντις]], Ps. Callisth.1.45; <b class="b3">Φοιβηλάλος, ἡ,</b> = [[Πυθία]] 1, ibid.</span>
|Definition=[ᾰ], ον, [[uttering the oracles of Phoebus]], [[τρίπους]], [[μάντις]], Ps. Callisth.1.45; <b class="b3">Φοιβηλάλος, ἡ,</b> = [[Πυθία]] 1, ibid.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που εκφράζει, που λέει τους χρησμούς του Φοίβου<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Φοιβηλάλος</i><br />η [[Πυθία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Φοῖβος</i> <span style="color: red;">+</span> [[λάλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>θρηνο</i>-[[λάλος]]). Το -<i>η</i>- του τ. [[προς]] αποφυγήν τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που εκφράζει, που λέει τους χρησμούς του Φοίβου<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Φοιβηλάλος</i><br />η [[Πυθία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Φοῖβος</i> <span style="color: red;">+</span> [[λάλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>θρηνο</i>-[[λάλος]]). Το -<i>η</i>- του τ. [[προς]] αποφυγήν τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών].
}}
}}

Revision as of 19:50, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοιβηλάλος Medium diacritics: φοιβηλάλος Low diacritics: φοιβηλάλος Capitals: ΦΟΙΒΗΛΑΛΟΣ
Transliteration A: phoibēlálos Transliteration B: phoibēlalos Transliteration C: foivilalos Beta Code: foibhla/los

English (LSJ)

[ᾰ], ον, uttering the oracles of Phoebus, τρίπους, μάντις, Ps. Callisth.1.45; Φοιβηλάλος, ἡ, = Πυθία 1, ibid.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που εκφράζει, που λέει τους χρησμούς του Φοίβου
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Φοιβηλάλος
η Πυθία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖβος + λάλος (πρβλ. θρηνο-λάλος). Το -η- του τ. προς αποφυγήν τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών].