κολλήσιμος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kollisimos
|Transliteration C=kollisimos
|Beta Code=kollh/simos
|Beta Code=kollh/simos
|Definition=η, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[glued together]], prob. in <span class="title">Gloss.</span>; Subst. -μον, τό, [[volume of]] [[κολλήματα]], <span class="bibl"><span class="title">Stud.Pal.</span>1.28.8</span> (iii A.D.).</span>
|Definition=η, ον, [[glued together]], prob. in <span class="title">Gloss.</span>; Subst. -μον, τό, [[volume of]] [[κολλήματα]], <span class="bibl"><span class="title">Stud.Pal.</span>1.28.8</span> (iii A.D.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κολλήσιμος]], -ίμη, -ον (Α) [[κολλώ]]<br /><b>1.</b> ο συγκολλημένος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κολλήσιμον</i><br />[[δέσμη]] κολλημάτων, δηλ. φύλλων παπύρου τα οποία [[είναι]] κολλημένα το ένα [[κάτω]] από το [[άλλο]] και τα οποία όταν τυλιχθούν σχηματίζουν κύλινδρο.
|mltxt=[[κολλήσιμος]], -ίμη, -ον (Α) [[κολλώ]]<br /><b>1.</b> ο συγκολλημένος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κολλήσιμον</i><br />[[δέσμη]] κολλημάτων, δηλ. φύλλων παπύρου τα οποία [[είναι]] κολλημένα το ένα [[κάτω]] από το [[άλλο]] και τα οποία όταν τυλιχθούν σχηματίζουν κύλινδρο.
}}
}}

Revision as of 02:02, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολλήσιμος Medium diacritics: κολλήσιμος Low diacritics: κολλήσιμος Capitals: ΚΟΛΛΗΣΙΜΟΣ
Transliteration A: kollḗsimos Transliteration B: kollēsimos Transliteration C: kollisimos Beta Code: kollh/simos

English (LSJ)

η, ον, glued together, prob. in Gloss.; Subst. -μον, τό, volume of κολλήματα, Stud.Pal.1.28.8 (iii A.D.).

Greek Monolingual

κολλήσιμος, -ίμη, -ον (Α) κολλώ
1. ο συγκολλημένος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κολλήσιμον
δέσμη κολλημάτων, δηλ. φύλλων παπύρου τα οποία είναι κολλημένα το ένα κάτω από το άλλο και τα οποία όταν τυλιχθούν σχηματίζουν κύλινδρο.