ἐρής: Difference between revisions
From LSJ
μηδεὶς φοβείσθω τὸν θάνατον → let nobody be afraid of death
m (Text replacement - " ;" to ";") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eris | |Transliteration C=eris | ||
|Beta Code=e)rh/s | |Beta Code=e)rh/s | ||
|Definition=(nom. not found), | |Definition=(nom. not found), [[son]], [[child]], gen. pl. [[ἐρέων]], dat. pl. [[ἔρεσσι]] Puchstein <span class="title">Epigr.Gr.</span>p.76; acc. pl. [[ἐρέας]], dat. pl. [[ἐρέεσφι]], = [[τέκνα]], [[τέκνοις]] (Thess.), Hsch. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐρής]], ὁ (Α)<br /><b>επιγρ.</b> (άχρ. ονομαστ. ονόματος, του οποίου απαντούν μόνο η γεν. πληθ. <i>ἐρέων</i>, η δοτ. πληθ. <i>ἔρεσσι</i> και θεσσαλ. <i>ἐρέεσφι</i> και η αιτ. πληθ. <i>ἐρεάς</i>)<br />[[τέκνο]], [[γιος]]. | |mltxt=[[ἐρής]], ὁ (Α)<br /><b>επιγρ.</b> (άχρ. ονομαστ. ονόματος, του οποίου απαντούν μόνο η γεν. πληθ. <i>ἐρέων</i>, η δοτ. πληθ. <i>ἔρεσσι</i> και θεσσαλ. <i>ἐρέεσφι</i> και η αιτ. πληθ. <i>ἐρεάς</i>)<br />[[τέκνο]], [[γιος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:10, 24 August 2022
English (LSJ)
(nom. not found), son, child, gen. pl. ἐρέων, dat. pl. ἔρεσσι Puchstein Epigr.Gr.p.76; acc. pl. ἐρέας, dat. pl. ἐρέεσφι, = τέκνα, τέκνοις (Thess.), Hsch.
Greek Monolingual
ἐρής, ὁ (Α)
επιγρ. (άχρ. ονομαστ. ονόματος, του οποίου απαντούν μόνο η γεν. πληθ. ἐρέων, η δοτ. πληθ. ἔρεσσι και θεσσαλ. ἐρέεσφι και η αιτ. πληθ. ἐρεάς)
τέκνο, γιος.