ἀνεμφάνιστος: Difference between revisions
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anemfanistos | |Transliteration C=anemfanistos | ||
|Beta Code=a)nemfa/nistos | |Beta Code=a)nemfa/nistos | ||
|Definition=ον, | |Definition=ον, [[without formal notification]], [[δωρεαί]], opp. [[ἐμφανεῖς]], <span class="bibl">Just.<span class="title">Nov.</span>162.1</span>. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 10:15, 24 August 2022
English (LSJ)
ον, without formal notification, δωρεαί, opp. ἐμφανεῖς, Just.Nov.162.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεμφάνιστος: -ον, ὁ μὴ ἐμφανιζόμενος, Ἰουστινιαν. Νεαρὰ ΡΞΒ΄, 1.
Spanish (DGE)
-ον sin notificación formal δωρεαί Iust.Nou.162.1.
Greek Monolingual
-η, -ο (-ος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να εμφανιστεί σε φωτογραφική πλάκα
2. (Νομ.) όποιος έχει κλητευθεί αλλά δεν έχει εμφανιστεί ενώπιον της δικαστικής αρχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εμφανίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό].