θεοκήρυξ: Difference between revisions
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
(16) |
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θεοκῆρυξ]], ὁ (AM, Μ και [[θεοκήρυξ]])<br />ο [[κήρυκας]] του θεού, αυτός που κηρύσσει και εξηγεί τον λόγο του θεού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πληθ.</b> <i>oἱ θεοκήρυκες</i><br />[[οικογένεια]] στις Ελευθερές που υποστήριζε ότι κατάγεται από τον | |mltxt=[[θεοκῆρυξ]], ὁ (AM, Μ και [[θεοκήρυξ]])<br />ο [[κήρυκας]] του θεού, αυτός που κηρύσσει και εξηγεί τον λόγο του θεού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πληθ.</b> <i>oἱ θεοκήρυκες</i><br />[[οικογένεια]] στις Ελευθερές που υποστήριζε ότι κατάγεται από τον «θεῖον κήρυκα», τον Ταλθύβιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κήρυξ]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:21, 24 August 2022
German (Pape)
[Seite 1196] υκος, ὁ, Götter-, Opferherold, Hesych.
Greek Monolingual
θεοκῆρυξ, ὁ (AM, Μ και θεοκήρυξ)
ο κήρυκας του θεού, αυτός που κηρύσσει και εξηγεί τον λόγο του θεού
αρχ.
πληθ. oἱ θεοκήρυκες
οικογένεια στις Ελευθερές που υποστήριζε ότι κατάγεται από τον «θεῖον κήρυκα», τον Ταλθύβιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + κήρυξ].