θεοκήρυξ

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93

German (Pape)

[Seite 1196] υκος, ὁ, Götter-, Opferherold, Hesych.

Greek Monolingual

θεοκῆρυξ, ὁ (AM, Μ και θεοκήρυξ)
ο κήρυκας του θεού, αυτός που κηρύσσει και εξηγεί τον λόγο του θεού
αρχ.
πληθ. oἱ θεοκήρυκες
οικογένεια στις Ελευθερές που υποστήριζε ότι κατάγεται από τον «θεῖον κήρυκα», τον Ταλθύβιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + κήρυξ].