ηχείο: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α ήχεῑον)<br />το ξύλινο [[κοίλωμα]] που αποτελεί το κύριο [[σώμα]] τών έγχορδων οργάνων, το [[αντηχείο]]·|| <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ξύλινο [[κιβώτιο]] που ενισχύει την [[ένταση]] του ήχου<br /><b>2.</b> [[σύστημα]] μεγαφώνων που χρησιμεύει στην καλύτερη [[αναπαραγωγή]] τών ήχων που παράγονται από έναν ενισχυτή ακουστικών συχνοτήτων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κρουστό όργανο, [[συνήθως]] μεταλλικό, όπως το [[κύμβαλον]], το [[τύμπανο]] ν ή το χαλκείον.<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τά ἠχεῑα</i><br />[[σύνολο]] ημισφαιρικών δοχείων διαφόρων μεγεθών που κρούονταν με [[ραβδί]] [[παράγοντας]] ήχους διαφόρου ύψους<br /><b>3.</b> [[μηχάνημα]] στο αρχαίο [[θέατρο]] το οποίο χρησίμευε στην [[απομίμηση]] της βροντής, [[οπότε]] λεγόταν [[βροντείον]], ή για την [[παραγωγή]] διαφόρων θορύβων ανάλογα με τις ανάγκες της θεατρικής παράστασης<br /><b>4.</b> μεταλλική ηχητική [[πλάκα]] της λύρας, αλλ. [[χάλκωμα]]<br /><b>5.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτό που ηχεί, που παράγει ήχο («ἠχεῑον [[ὄργανον]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήχος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειο</i>(<i>ν</i>) ([[πρβλ]]. <i>λυχν</i>-<i>είον</i> <span style="color: red;"><</span> [[λύχνος]])].
|mltxt=το (Α ήχεῖον)<br />το ξύλινο [[κοίλωμα]] που αποτελεί το κύριο [[σώμα]] τών έγχορδων οργάνων, το [[αντηχείο]]·|| <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ξύλινο [[κιβώτιο]] που ενισχύει την [[ένταση]] του ήχου<br /><b>2.</b> [[σύστημα]] μεγαφώνων που χρησιμεύει στην καλύτερη [[αναπαραγωγή]] τών ήχων που παράγονται από έναν ενισχυτή ακουστικών συχνοτήτων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κρουστό όργανο, [[συνήθως]] μεταλλικό, όπως το [[κύμβαλον]], το [[τύμπανο]] ν ή το χαλκείον.<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τά ἠχεῑα</i><br />[[σύνολο]] ημισφαιρικών δοχείων διαφόρων μεγεθών που κρούονταν με [[ραβδί]] [[παράγοντας]] ήχους διαφόρου ύψους<br /><b>3.</b> [[μηχάνημα]] στο αρχαίο [[θέατρο]] το οποίο χρησίμευε στην [[απομίμηση]] της βροντής, [[οπότε]] λεγόταν [[βροντείον]], ή για την [[παραγωγή]] διαφόρων θορύβων ανάλογα με τις ανάγκες της θεατρικής παράστασης<br /><b>4.</b> μεταλλική ηχητική [[πλάκα]] της λύρας, αλλ. [[χάλκωμα]]<br /><b>5.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτό που ηχεί, που παράγει ήχο («ἠχεῖον [[ὄργανον]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήχος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειο</i>(<i>ν</i>) ([[πρβλ]]. <i>λυχν</i>-<i>είον</i> <span style="color: red;"><</span> [[λύχνος]])].
}}
}}

Revision as of 10:21, 24 August 2022

Greek Monolingual

το (Α ήχεῖον)
το ξύλινο κοίλωμα που αποτελεί το κύριο σώμα τών έγχορδων οργάνων, το αντηχείο·