ονάς: Difference between revisions

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὀνάς, ἡ (Α) [[όνος]]<br />[[θηλυκός]] όνος.<br /> <b>(II)</b><br />ὀνᾱς (Α) [[όνος]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «δοῦλον, ἀνόητον, ἀχρεῑον».
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὀνάς, ἡ (Α) [[όνος]]<br />[[θηλυκός]] όνος.<br /> <b>(II)</b><br />ὀνᾱς (Α) [[όνος]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «δοῦλον, ἀνόητον, ἀχρεῖον».
}}
}}

Latest revision as of 10:22, 24 August 2022

Greek Monolingual

(I)
ὀνάς, ἡ (Α) όνος
θηλυκός όνος.
(II)
ὀνᾱς (Α) όνος
(κατά τον Ησύχ.) «δοῦλον, ἀνόητον, ἀχρεῖον».