υδροφορικός: Difference between revisions
From LSJ
Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön
(42) |
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑδροφορικός]]; -ή, -όν, ΝΑ [[υδροφόρος]]<br />αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή [[είναι]] [[χρήσιμος]] για τη [[μεταφορά]] νερού (α. «υδροφορικό [[σύστημα]]» — πολύπλοκο [[σύστημα]] υδροφόρων αγωγών τών εχινοδέρμων, μέσω του οποίου τίθενται σε [[κίνηση]] οι βαδιστικοί ποδίσκοι του ζώου [[καθώς]] γεμίζουν και εκκενώνονται από [[νερό]]<br />β. «ὑδροφορικὸν | |mltxt=-ή, -ό / [[ὑδροφορικός]]; -ή, -όν, ΝΑ [[υδροφόρος]]<br />αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή [[είναι]] [[χρήσιμος]] για τη [[μεταφορά]] νερού (α. «υδροφορικό [[σύστημα]]» — πολύπλοκο [[σύστημα]] υδροφόρων αγωγών τών εχινοδέρμων, μέσω του οποίου τίθενται σε [[κίνηση]] οι βαδιστικοί ποδίσκοι του ζώου [[καθώς]] γεμίζουν και εκκενώνονται από [[νερό]]<br />β. «ὑδροφορικὸν ἀγγεῖον», λεξ. [[Σούδα]]). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑδροφορικῶς</i> Α<br />όπως αυτός που μεταφέρει [[νερό]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:23, 24 August 2022
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑδροφορικός; -ή, -όν, ΝΑ υδροφόρος
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή είναι χρήσιμος για τη μεταφορά νερού (α. «υδροφορικό σύστημα» — πολύπλοκο σύστημα υδροφόρων αγωγών τών εχινοδέρμων, μέσω του οποίου τίθενται σε κίνηση οι βαδιστικοί ποδίσκοι του ζώου καθώς γεμίζουν και εκκενώνονται από νερό
β. «ὑδροφορικὸν ἀγγεῖον», λεξ. Σούδα).
επίρρ...
ὑδροφορικῶς Α
όπως αυτός που μεταφέρει νερό.