υδροφορικός

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑδροφορικός; -ή, -όν, ΝΑ υδροφόρος
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή είναι χρήσιμος για τη μεταφορά νερού (α. «υδροφορικό σύστημα» — πολύπλοκο σύστημα υδροφόρων αγωγών τών εχινοδέρμων, μέσω του οποίου τίθενται σε κίνηση οι βαδιστικοί ποδίσκοι του ζώου καθώς γεμίζουν και εκκενώνονται από νερό
β. «ὑδροφορικὸν ἀγγεῖον», λεξ. Σούδα).
επίρρ...
ὑδροφορικῶς Α
όπως αυτός που μεταφέρει νερό.