βουλείον: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
(7)
 
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=βουλεῑον και [[βουλῆον]], το (Α) [[βουλεύω]]<br /><b>1.</b> δικαστήριο<br /><b>2.</b> [[βουλευτήριο]].
|mltxt=βουλεῖον και [[βουλῆον]], το (Α) [[βουλεύω]]<br /><b>1.</b> δικαστήριο<br /><b>2.</b> [[βουλευτήριο]].
}}
}}

Latest revision as of 10:23, 24 August 2022

Greek Monolingual

βουλεῖον και βουλῆον, το (Α) βουλεύω
1. δικαστήριο
2. βουλευτήριο.