σκαφείο: Difference between revisions

From LSJ

ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying

Source
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / σκαφεῑον, ΝΑ<br />[[εργαλείο]] για [[σκάψιμο]], [[σκαπάνη]], [[αξίνα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κοίλο]] σφαιρικό [[κάτοπτρο]] με το οποίο άναβαν το [[ιερό]] πυρ οι [[Εστιάδες]] παρθένες από τις ηλιακές ακτίνες («ἀνάπτοντας ἀπὸ τοῦ ἡλίου [[φλόγα]] καθαρὰν... ἐξάπτουσι δὲ [[μάλιστα]] τοῖς σκαφείοις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>πιθ.</b> [[σκάφη]], [[λεκάνη]] («[[λέβης]] σκαφεῑον ὄλμος [[λήκυθος]]», Κλέαρχ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκαφ</i>- του [[σκάπτω]] (<b>βλ.</b> [[σκάβω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εῖον</i>].
|mltxt=το / σκαφεῖον, ΝΑ<br />[[εργαλείο]] για [[σκάψιμο]], [[σκαπάνη]], [[αξίνα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κοίλο]] σφαιρικό [[κάτοπτρο]] με το οποίο άναβαν το [[ιερό]] πυρ οι [[Εστιάδες]] παρθένες από τις ηλιακές ακτίνες («ἀνάπτοντας ἀπὸ τοῦ ἡλίου [[φλόγα]] καθαρὰν... ἐξάπτουσι δὲ [[μάλιστα]] τοῖς σκαφείοις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>πιθ.</b> [[σκάφη]], [[λεκάνη]] («[[λέβης]] σκαφεῖον ὄλμος [[λήκυθος]]», Κλέαρχ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκαφ</i>- του [[σκάπτω]] (<b>βλ.</b> [[σκάβω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εῖον</i>].
}}
}}

Latest revision as of 10:23, 24 August 2022

Greek Monolingual

το / σκαφεῖον, ΝΑ
εργαλείο για σκάψιμο, σκαπάνη, αξίνα
αρχ.
1. κοίλο σφαιρικό κάτοπτρο με το οποίο άναβαν το ιερό πυρ οι Εστιάδες παρθένες από τις ηλιακές ακτίνες («ἀνάπτοντας ἀπὸ τοῦ ἡλίου φλόγα καθαρὰν... ἐξάπτουσι δὲ μάλιστα τοῖς σκαφείοις», Πλούτ.)
3. πιθ. σκάφη, λεκάνηλέβης σκαφεῖον ὄλμος λήκυθος», Κλέαρχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ- του σκάπτω (βλ. σκάβω) + κατάλ. -εῖον].