πολύχεσος: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "Full diacritics=πολῠ" to "Full diacritics=πολῠ́") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=πολῠ́χεσος | ||
|Medium diacritics=πολύχεσος | |Medium diacritics=πολύχεσος | ||
|Low diacritics=πολύχεσος | |Low diacritics=πολύχεσος |
Revision as of 09:13, 31 August 2022
English (LSJ)
ον, (χέζω): π. νόσημα diarrhoea, Com. Adesp. 19.
German (Pape)
[Seite 677] den Durchfall habend, νόσος, der Durchfall, Suid. aus einem Dichter.
Greek (Liddell-Scott)
πολύχεσος: -ον, (χέζω)· πολύχεσον νόσημα, ἡ διάρροια, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 365, Σουΐδ. ἐν λ. ἀπηλλάγησαν.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που επιφέρει πολλές κενώσεις, που προκαλεί συχνές αποπατήσεις («ἀπηλλάγημεν πολυχέσου νοσήματος», Κωμ. Αδέσπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + χέζω + επίθημα -σος, κατά το κόμπα-σος].