ὁρμά: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:


{{Slater
|sltr=<b>ὁρμά</b> [[jump]], [[spring]] μακρά μοι [[αὐτόθεν]] ἅλμαθ' ὑποσκάπτοι [[τις]]. [[ἔχω]] γονάτων ὁρμὰν ἐλαφράν (ἐλαφρὰν ὁρμάν codd.: transp. Turyn: ἡ δὲ μεταφορὰ ἀπὸ [[τῶν]] πεντάθλων, [[οἶς]] σκάμματα σκάπτονται, [[ὅταν]] ἅλλωνται Σ.) (N. 5.20) ]οιονορμᾶι[ P. Oxy. 2450, fr. 7. 4.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁρμά:''' ἡ дор. = [[ὁρμή]].
}}

Latest revision as of 11:50, 3 September 2022

English (Slater)

ὁρμά jump, spring μακρά μοι αὐτόθεν ἅλμαθ' ὑποσκάπτοι τις. ἔχω γονάτων ὁρμὰν ἐλαφράν (ἐλαφρὰν ὁρμάν codd.: transp. Turyn: ἡ δὲ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν πεντάθλων, οἶς σκάμματα σκάπτονται, ὅταν ἅλλωνται Σ.) (N. 5.20) ]οιονορμᾶι[ P. Oxy. 2450, fr. 7. 4.

Russian (Dvoretsky)

ὁρμά: ἡ дор. = ὁρμή.