αβαρής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
(1)
m (Text replacement - "astxt=* " to "astxt=")
Line 1: Line 1:
{{Abbott
{{Abbott
|astxt=* [[αβαρής]], -ές (< βαρός), <br />[[without]] [[weight]]; metaph. (MM, VGT, s.v.) [[not]] [[burdensome]]: II Co 11:9.†
|astxt=[[αβαρής]], -ές (< βαρός), <br />[[without]] [[weight]]; metaph. (MM, VGT, s.v.) [[not]] [[burdensome]]: II Co 11:9.†
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές και [[άβαρος]], -η, -ο (Α [[ἀβαρής]], -ές) [[βάρος]]<br />ο [[χωρίς]] [[βάρος]] ή αυτός που έχει μικρό [[βάρος]], ο [[ελαφρύς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άμυαλος]], [[ασύνετος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο μη [[φορτικός]], ο μη [[ενοχλητικός]].
|mltxt=-ές και [[άβαρος]], -η, -ο (Α [[ἀβαρής]], -ές) [[βάρος]]<br />ο [[χωρίς]] [[βάρος]] ή αυτός που έχει μικρό [[βάρος]], ο [[ελαφρύς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άμυαλος]], [[ασύνετος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο μη [[φορτικός]], ο μη [[ενοχλητικός]].
}}
}}

Revision as of 23:00, 3 September 2022

English (Abbott-Smith)

αβαρής, -ές (< βαρός),
without weight; metaph. (MM, VGT, s.v.) not burdensome: II Co 11:9.†

Greek Monolingual

-ές και άβαρος, -η, -ο (Α ἀβαρής, -ές) βάρος
ο χωρίς βάρος ή αυτός που έχει μικρό βάρος, ο ελαφρύς
νεοελλ.
άμυαλος, ασύνετος
αρχ.
ο μη φορτικός, ο μη ενοχλητικός.