Κεκρόπιος: Difference between revisions

From LSJ

Τἀληθὲς ἀνθρώποισιν οὐχ εὑρίσκεται → Non invenitur veritas ab hominibus → Die Menschen finden das, was wahr ist, nicht heraus

Menander, Monostichoi, 511
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
m (Text replacement - "l’" to "l'")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de Cécrops ; [[Κεκροπία]] [[χθών]] EUR la terre de Cécrops, l’Attique.<br />'''Étymologie:''' [[Κέκροψ]].
|btext=α, ον :<br />de Cécrops ; [[Κεκροπία]] [[χθών]] EUR la terre de Cécrops, l'Attique.<br />'''Étymologie:''' [[Κέκροψ]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''Κεκρόπιος:''' кекропов: [[Κεκροπία]] [[πέτρα]] Eur. = Ἀκρόπολις; [[Κεκροπία]] [[χθών]] Eur. = [[Ἀττική]].
|elrutext='''Κεκρόπιος:''' [[кекропов]]: [[Κεκροπία]] [[πέτρα]] Eur. = Ἀκρόπολις; [[Κεκροπία]] [[χθών]] Eur. = [[Ἀττική]].
}}
}}

Latest revision as of 10:05, 5 September 2022

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Cécrops ; Κεκροπία χθών EUR la terre de Cécrops, l'Attique.
Étymologie: Κέκροψ.

Greek Monolingual

Κεκρόπιος, -ία, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει στον Κέκροπα, Αθηναίος, αθηναϊκός
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ Κεκρόπιοι
οι Αθηναίοι
3. (το θηλ. ως κύρ. όν.) ἡ Κεκροπία
α) η Αθήνα
β) δήμος της αρχαιότατης Αττικής
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ Κεκρόπιον
τμήμα του Ερεχθείου, όπου βρισκόταν ο τάφος του Κέκροπος
5. φρ. α) «πέτρα Κεκροπία» — η Ακρόπολη της Αθήνας
β) «Κεκροπία χθών» — η Αττική.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Κέκροψ, -οπος].

Russian (Dvoretsky)

Κεκρόπιος: кекропов: Κεκροπία πέτρα Eur. = Ἀκρόπολις; Κεκροπία χθών Eur. = Ἀττική.