Κεκρόπιος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
(20)
m (Text replacement - "l’" to "l'")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de Cécrops ; [[Κεκροπία]] [[χθών]] EUR la terre de Cécrops, l’Attique.<br />'''Étymologie:''' [[Κέκροψ]].
|btext=α, ον :<br />de Cécrops ; [[Κεκροπία]] [[χθών]] EUR la terre de Cécrops, l'Attique.<br />'''Étymologie:''' [[Κέκροψ]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[Κεκρόπιος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στον Κέκροπα, [[Αθηναίος]], [[αθηναϊκός]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>oἱ Κεκρόπιοι</i><br />οι Αθηναίοι<br /><b>3.</b> (<b>το θηλ. ως κύρ. όν.</b>) <i>ἡ Κεκροπία</i><br />α) η Αθήνα<br />β) [[δήμος]] της αρχαιότατης Αττικής<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ Κεκρόπιον</i><br />[[τμήμα]] του Ερεχθείου, όπου βρισκόταν ο [[τάφος]] του Κέκροπος<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πέτρα]] Κεκροπία» — η Ακρόπολη της Αθήνας<br />β) «Κεκροπία [[χθών]]» — η Αττική.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Κέκροψ]], -<i>οπος</i>].
|mltxt=[[Κεκρόπιος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στον Κέκροπα, [[Αθηναίος]], [[αθηναϊκός]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>oἱ Κεκρόπιοι</i><br />οι Αθηναίοι<br /><b>3.</b> (<b>το θηλ. ως κύρ. όν.</b>) <i>ἡ Κεκροπία</i><br />α) η Αθήνα<br />β) [[δήμος]] της αρχαιότατης Αττικής<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ Κεκρόπιον</i><br />[[τμήμα]] του Ερεχθείου, όπου βρισκόταν ο [[τάφος]] του Κέκροπος<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πέτρα]] Κεκροπία» — η Ακρόπολη της Αθήνας<br />β) «Κεκροπία [[χθών]]» — η Αττική.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Κέκροψ]], -<i>οπος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''Κεκρόπιος:''' [[кекропов]]: [[Κεκροπία]] [[πέτρα]] Eur. = Ἀκρόπολις; [[Κεκροπία]] [[χθών]] Eur. = [[Ἀττική]].
}}
}}

Latest revision as of 10:05, 5 September 2022

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Cécrops ; Κεκροπία χθών EUR la terre de Cécrops, l'Attique.
Étymologie: Κέκροψ.

Greek Monolingual

Κεκρόπιος, -ία, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει στον Κέκροπα, Αθηναίος, αθηναϊκός
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ Κεκρόπιοι
οι Αθηναίοι
3. (το θηλ. ως κύρ. όν.) ἡ Κεκροπία
α) η Αθήνα
β) δήμος της αρχαιότατης Αττικής
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ Κεκρόπιον
τμήμα του Ερεχθείου, όπου βρισκόταν ο τάφος του Κέκροπος
5. φρ. α) «πέτρα Κεκροπία» — η Ακρόπολη της Αθήνας
β) «Κεκροπία χθών» — η Αττική.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Κέκροψ, -οπος].

Russian (Dvoretsky)

Κεκρόπιος: кекропов: Κεκροπία πέτρα Eur. = Ἀκρόπολις; Κεκροπία χθών Eur. = Ἀττική.