ομοφωνώ: Difference between revisions
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ") |
m (Text replacement - "ικαῑς" to "ικαῖς") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ ὁμοφωνῶ, -έω) [[ομόφωνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />έχω την [[ίδια]] ακριβώς [[γνώμη]] με άλλον, [[είμαι]] [[ομόγνωμος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ομιλώ]] την [[ίδια]] [[γλώσσα]] με κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>γραμμ.</b> (για [[λέξη]]) έχω τον ίδιο τύπο («τῶν ὑποτακτικών ἄρθρων, [[ὅπερ]] ὁμοφωνεῖ ταῖς | |mltxt=(ΑΜ ὁμοφωνῶ, -έω) [[ομόφωνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />έχω την [[ίδια]] ακριβώς [[γνώμη]] με άλλον, [[είμαι]] [[ομόγνωμος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ομιλώ]] την [[ίδια]] [[γλώσσα]] με κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>γραμμ.</b> (για [[λέξη]]) έχω τον ίδιο τύπο («τῶν ὑποτακτικών ἄρθρων, [[ὅπερ]] ὁμοφωνεῖ ταῖς κτητικαῖς», Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>2.</b> ηχώ στον ίδιο τόνο, στον ίδιο ήχο με άλλον<br /><b>3.</b> [[συμφωνώ]]<br /><b>4.</b> [[διακηρύσσω]] ομοφώνως [[κάτι]], [[αναγνωρίζω]] από κοινού («Ἑλλὰς δ' ἀρετὰν ὁμοφωνεῖ», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[πάντα]] γὰρ ὁμοφωνεῖ τῷ λόγῳ» — όλα συμφωνούν με τον λόγο (<b>Αριστοτ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:07, 9 September 2022
Greek Monolingual
(ΑΜ ὁμοφωνῶ, -έω) ομόφωνος
νεοελλ.
έχω την ίδια ακριβώς γνώμη με άλλον, είμαι ομόγνωμος
μσν.-αρχ.
ομιλώ την ίδια γλώσσα με κάποιον
αρχ.
1. γραμμ. (για λέξη) έχω τον ίδιο τύπο («τῶν ὑποτακτικών ἄρθρων, ὅπερ ὁμοφωνεῖ ταῖς κτητικαῖς», Απολλ. Δύσκ.)
2. ηχώ στον ίδιο τόνο, στον ίδιο ήχο με άλλον
3. συμφωνώ
4. διακηρύσσω ομοφώνως κάτι, αναγνωρίζω από κοινού («Ἑλλὰς δ' ἀρετὰν ὁμοφωνεῖ», επιγρ.)
5. φρ. «πάντα γὰρ ὁμοφωνεῖ τῷ λόγῳ» — όλα συμφωνούν με τον λόγο (Αριστοτ.).