λειοκόνιτος: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
m (Text replacement - ".[[" to ". [[") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=leiokonitos | |Transliteration C=leiokonitos | ||
|Beta Code=leioko/nitos | |Beta Code=leioko/nitos | ||
|Definition=<b class="b3">ἡ τελείως ὡς κόνις διαλελυμένη, λείως γὰρ τελείως</b>, Hsch.; cf.[[λεωκόνιτος]]. | |Definition=<b class="b3">ἡ τελείως ὡς κόνις διαλελυμένη, λείως γὰρ τελείως</b>, Hsch.; cf. [[λεωκόνιτος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 08:20, 21 September 2022
English (LSJ)
ἡ τελείως ὡς κόνις διαλελυμένη, λείως γὰρ τελείως, Hsch.; cf. λεωκόνιτος.
Greek (Liddell-Scott)
λειοκόνιτος: «ἡ τελείως ὡς κόνις διαλελυμένη· λείως γὰρ τελείως» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
λειοκόνιτος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἡ τελείως ὡς κόνις διαλελυμένη, λείως γὰρ τελείως».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -κόνιτος(< κόνις), πρβλ. λεω-κόνιτος].