μαντείο: Difference between revisions
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
(24) |
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM | |mltxt=το (AM μαντεῖον, Α ιων. και επικ. τ. μαντήϊον) [[μάντης]]<br />[[ιερός]] [[τόπος]] ή [[ναός]] όπου οι θεοί προέλεγαν τα μέλλοντα ή αποκάλυπταν τα άγνωστα με τους ιερείς ή τους μάντεις («το [[μαντείο]] τών Δελφών»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χρησμός]], [[προφητεία]], [[μάντευμα]]<br /><b>2.</b> ο [[τρόπος]] με τον οποίο γινόταν η [[μαντική]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ μαντεῖα</i><br />η [[αμοιβή]] του μάντη, τα δώρα που δίνονταν ως [[αμοιβή]] σε όσους μάντευαν [[κάτι]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:05, 27 September 2022
Greek Monolingual
το (AM μαντεῖον, Α ιων. και επικ. τ. μαντήϊον) μάντης
ιερός τόπος ή ναός όπου οι θεοί προέλεγαν τα μέλλοντα ή αποκάλυπταν τα άγνωστα με τους ιερείς ή τους μάντεις («το μαντείο τών Δελφών»)
αρχ.
1. χρησμός, προφητεία, μάντευμα
2. ο τρόπος με τον οποίο γινόταν η μαντική
3. στον πληθ. τὰ μαντεῖα
η αμοιβή του μάντη, τα δώρα που δίνονταν ως αμοιβή σε όσους μάντευαν κάτι.