σκοπείον: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(37)
 
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[σκοπός]] / [[σκοπεύω]]<br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>τὰ σκοπεῑα</i><br />αστρονομικό όργανο παρατήρησης.
|mltxt=τὸ, Α [[σκοπός]] / [[σκοπεύω]]<br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>τὰ σκοπεῖα</i><br />αστρονομικό όργανο παρατήρησης.
}}
}}

Latest revision as of 15:09, 27 September 2022

Greek Monolingual

τὸ, Α σκοπός / σκοπεύω
συν. στον πληθ. τὰ σκοπεῖα
αστρονομικό όργανο παρατήρησης.