σκοπεύω

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοπεύω Medium diacritics: σκοπεύω Low diacritics: σκοπεύω Capitals: ΣΚΟΠΕΥΩ
Transliteration A: skopeúō Transliteration B: skopeuō Transliteration C: skopeyo Beta Code: skopeu/w

English (LSJ)

= σκοπέω, X.Eq.Mag.7.6, LXX Jb.39.29, al., D.S.3.25, <s

German (Pape)

[Seite 903] ion. statt σκοπέω, las man sonst bei Her. 1, 8; s. Lob. Phryn. p. 591.

French (Bailly abrégé)

observer de loin, épier.
Étymologie: σκοπός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκοπεύω [σκοπέω] observeren, in de gaten houden.

Russian (Dvoretsky)

σκοπεύω: Xen., Diod. = σκοπέω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
νεοελλ.
1. καθορίζω τη θέση ενός σημείου ή ενός αντικειμένου με τη βοήθεια οπτικού οργάνου, διοπτεύω
2. εκτελώ σκόπευση, κατευθύνω τη βολή ενός πυροβόλου όπλου προς έναν στόχο, σημαδεύω
3. μτφ. έχω σκοπό να κάνω κάτι, προτίθεμαι να πράξω κάτισκοπεύω να συναντηθώ μαζί του αύριο»)
αρχ.
στρέφω τη ματιά μου προς ένα αντικείμενο, θεώμαι, παρατηρώ, κατοπτεύω («ἐκεῖσε ὧν ζητεῖ τὰ σῖτα, πόρρωθεν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ σκοπεύουσι», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκοπός (II), παρλλ. μτγν. τ. του σκοπῶ].

Greek Monotonic

σκοπεύω: μεταγεν. τύπος αντί σκοπέω, σε Στράβ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

σκοπεύω: μεταγεν. τύπος ἀντὶ σκοπέω, Διόδ. 3. 25, Στράβ. 520, Ἑβδ. (Ἰώβ ΛΘ΄, 29, κτλ.)· ἀνεγινώσκετο ἄλλοτετύπος οὗτος ἐν Ἡροδ. 1. 8, καὶ ἔτι ἀναγινώσκεται παρὰ Ξεν. ἐν Ἱππαρχ. 7, 6· ἴδε Α. Β. 435, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 591.

Middle Liddell

σκοπεύω, later form for σκοπέω, Strab., etc.]