στυγερότητα: Difference between revisions

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
(39)
 
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
(No difference)

Latest revision as of 19:23, 27 September 2022

Greek Monolingual

η, Ν στυγερός
το να είναι κάτι στυγερό, το να προκαλεί φρίκη, αποτροπιασμό και μίσος.