συγκύριος: Difference between revisions
From LSJ
(39) |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
(One intermediate revision by the same user not shown) | |
(No difference)
|
Latest revision as of 19:30, 27 September 2022
Greek Monolingual
ο, Ν κύριος
αυτός που μετέχει στην κυριότητα ενός πράγματος από κοινού με άλλον, συνιδιοκτήτης.