συμπαραβάλλω: Difference between revisions

From LSJ

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπαραβάλλω''': [[παραβάλλω]] [[πρός]] τι ἢ [[ὁμοῦ]], Ἐφραὶμ Σύρ. τ. 3, 318Α, κλπ.
|lstext='''συμπαραβάλλω''': [[παραβάλλω]] [[πρός]] τι ἢ [[ὁμοῦ]], Ἐφραὶμ Σύρ. τ. 3, 318Α, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[παραβάλλω]]<br />[[συγκρίνω]], [[αντιπαραβάλλω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[παραβάλλω]]<br />[[συγκρίνω]], [[αντιπαραβάλλω]].
|mltxt=ΝΑ [[παραβάλλω]]<br />[[συγκρίνω]], [[αντιπαραβάλλω]].
}}
}}

Latest revision as of 19:51, 27 September 2022

German (Pape)

[Seite 984] (s. βάλλω), mit od. zusammen vergleichen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαραβάλλω: παραβάλλω πρός τι ἢ ὁμοῦ, Ἐφραὶμ Σύρ. τ. 3, 318Α, κλπ.

Greek Monolingual

ΝΑ παραβάλλω
συγκρίνω, αντιπαραβάλλω.