συναποκαλώ: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=-έω, Α<br />[[αποκαλώ]] [[επίσης]] («τὴν τοῦ ἀνθρώπου ψυχὴν δύναμιν συναποκαλῶν», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω, Α<br />[[αποκαλώ]] [[επίσης]] («τὴν τοῦ ἀνθρώπου ψυχὴν δύναμιν συναποκαλῶν», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=-έω, Α<br />[[αποκαλώ]] [[επίσης]] («τὴν τοῦ ἀνθρώπου ψυχὴν δύναμιν συναποκαλῶν», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 19:55, 27 September 2022

Greek Monolingual

-έω, Α
αποκαλώ επίσης («τὴν τοῦ ἀνθρώπου ψυχὴν δύναμιν συναποκαλῶν», Πλούτ.).