συναποκαλώ

From LSJ

εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels

Source

Greek Monolingual

-έω, Α
αποκαλώ επίσης («τὴν τοῦ ἀνθρώπου ψυχὴν δύναμιν συναποκαλῶν», Πλούτ.).