αποκαλώ

From LSJ

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source

Greek Monolingual

(AM ἀποκαλῶ, -έω)
1. ονομάζω, δίνω όνομα
2. δίνω σε κάποιον μια επωνυμία με πρόθεση να τον επαινέσω ή να τον διασύρω
αρχ.
1. ανακαλώ από εξορία, καλώ πίσω
2. καλώ ιδιαιτέρως, χωριστά.