οὐδέπω κακῶν κρηπὶς ὕπεστιν → we have not yet got to the bottom of misery
(AM ἀποκαλῶ, -έω)1. ονομάζω, δίνω όνομα2. δίνω σε κάποιον μια επωνυμία με πρόθεση να τον επαινέσω ή να τον διασύρωαρχ.1. ανακαλώ από εξορία, καλώ πίσω2. καλώ ιδιαιτέρως, χωριστά.