συνέλευστος: Difference between revisions
From LSJ
(39) |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
(One intermediate revision by the same user not shown) | |
(No difference)
|
Latest revision as of 19:55, 27 September 2022
Greek (Liddell-Scott)
συνέλευστος: ὁ, ἡ, ὁ συνερχόμενος ἢ συνελθών, ἀλλ’ ἴδε συνελευστικὸς ἐν τέλει.
Greek Monolingual
ὁ, ἡ, Α
συνελευστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -έλευστος (< θ. ελευσ- του μέλλ. ἐλεύσομαι του ρ. ἐλεύθω «έρχομαι»)].