συνεκλαλώ: Difference between revisions

From LSJ

Θέλων καλῶς ζῆν μὴ τὰ τῶν φαύλων φρόνει → Victurus bene, ne mentem pravorum geras → Wenn gut du leben willst, zeig nicht der Schlechten Sinn

Menander, Monostichoi, 232
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=-έω, ΜΑ<br />[[προφέρω]], [[εκφωνώ]] συγχρόνως («[[ἔθος]] [[εἶναι]] Ἀττικοῖς συνεκλαλεῖν ποτε τῷ ῥήματι περιττῶς καὶ τὸ ἐκεῑθεν [[ὄνομα]]», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐκλαλῶ</i> «[[ξεστομίζω]], [[διατυπώνω]]»].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω, ΜΑ<br />[[προφέρω]], [[εκφωνώ]] συγχρόνως («[[ἔθος]] [[εἶναι]] Ἀττικοῖς συνεκλαλεῖν ποτε τῷ ῥήματι περιττῶς καὶ τὸ ἐκεῑθεν [[ὄνομα]]», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐκλαλῶ</i> «[[ξεστομίζω]], [[διατυπώνω]]»].
|mltxt=-έω, ΜΑ<br />[[προφέρω]], [[εκφωνώ]] συγχρόνως («[[ἔθος]] [[εἶναι]] Ἀττικοῖς συνεκλαλεῖν ποτε τῷ ῥήματι περιττῶς καὶ τὸ ἐκεῑθεν [[ὄνομα]]», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐκλαλῶ</i> «[[ξεστομίζω]], [[διατυπώνω]]»].
}}
}}

Revision as of 20:10, 27 September 2022

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ
προφέρω, εκφωνώ συγχρόνως («ἔθος εἶναι Ἀττικοῖς συνεκλαλεῖν ποτε τῷ ῥήματι περιττῶς καὶ τὸ ἐκεῑθεν ὄνομα», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκλαλῶ «ξεστομίζω, διατυπώνω»].