σύγγαμβρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0961.png Seite 961]] ὁ, Mitschwager, Poll. 3, 32.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0961.png Seite 961]] ὁ, Mitschwager, Poll. 3, 32.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[σύγαμπρος]] Ν<br />[[καθένας]] από τους άνδρες που οι γυναίκες τους [[είναι]] αδελφές, κν. [[μπατζανάκης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[γαμπρός]] σε [[σχέση]] με τον αδελφό της νύφης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γαμβρός]] / [[γαμπρός]]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[σύγαμπρος]] Ν<br />[[καθένας]] από τους άνδρες που οι γυναίκες τους [[είναι]] αδελφές, κν. [[μπατζανάκης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[γαμπρός]] σε [[σχέση]] με τον αδελφό της νύφης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γαμβρός]] / [[γαμπρός]]].
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[σύγαμπρος]] Ν<br />[[καθένας]] από τους άνδρες που οι γυναίκες τους [[είναι]] αδελφές, κν. [[μπατζανάκης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[γαμπρός]] σε [[σχέση]] με τον αδελφό της νύφης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γαμβρός]] / [[γαμπρός]]].
}}
}}

Revision as of 20:15, 27 September 2022

German (Pape)

[Seite 961] ὁ, Mitschwager, Poll. 3, 32.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και σύγαμπρος Ν
καθένας από τους άνδρες που οι γυναίκες τους είναι αδελφές, κν. μπατζανάκης
αρχ.
γαμπρός σε σχέση με τον αδελφό της νύφης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γαμβρός / γαμπρός].