κωμωδώ: Difference between revisions
From LSJ
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
(22) |
m (Text replacement - "εῑσα" to "εῖσα") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α κωμῳδῶ, -έω) [[κωμωδός]]<br />[[διακωμωδώ]], [[γελοιοποιώ]] κάποιον («οὐδ' ὑμᾱς | |mltxt=(Α κωμῳδῶ, -έω) [[κωμωδός]]<br />[[διακωμωδώ]], [[γελοιοποιώ]] κάποιον («οὐδ' ὑμᾱς πεῖσαι... ἀλλ' ἐμὲ κωμῳδεῖν βουλόμενος», Λυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[συγγραφέας]] κωμωδίας ή [[ηθοποιός]] που παίζει σε κωμωδίες<br /><b>2.</b> [[σατιρίζω]] κάποιον από τη [[σκηνή]] του θεάτρου («ὡς κωμῳδεῖ τὴν πόλιν ἡμῶν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εισάγω]] [[χωρίο]] ἡ [[ρητό]] σε [[κωμωδία]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «κωμῳδῶ τὰ δίκαια» — λέω τα δίκαια σε [[σάτιρα]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:20, 29 September 2022
Greek Monolingual
(Α κωμῳδῶ, -έω) κωμωδός
διακωμωδώ, γελοιοποιώ κάποιον («οὐδ' ὑμᾱς πεῖσαι... ἀλλ' ἐμὲ κωμῳδεῖν βουλόμενος», Λυσ.)
αρχ.
1. είμαι συγγραφέας κωμωδίας ή ηθοποιός που παίζει σε κωμωδίες
2. σατιρίζω κάποιον από τη σκηνή του θεάτρου («ὡς κωμῳδεῖ τὴν πόλιν ἡμῶν», Αριστοφ.)
3. εισάγω χωρίο ἡ ρητό σε κωμωδία
4. φρ. «κωμῳδῶ τὰ δίκαια» — λέω τα δίκαια σε σάτιρα.