ἀκέντριστος: Difference between revisions

From LSJ

Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall

Menander, Monostichoi, 80
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)ke/ntristos
|Beta Code=a)ke/ntristos
|Definition=ον, = [[ἀκέντητος]] ([[needing no goad]], [[needing no spur]], [[unpricked]], [[flawless]]) 1, Hsch., ''EM'' 432.11.
|Definition=ον, = [[ἀκέντητος]] ([[needing no goad]], [[needing no spur]], [[unpricked]], [[flawless]]) 1, Hsch., ''EM'' 432.11.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[no aguijado]], [[no domeñado]] Hsch.η 295, <i>EM</i> 432.11G.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκέντριστος''': -ον, = [[ἀκέντητος]], Σουΐδ.
|lstext='''ἀκέντριστος''': -ον, = [[ἀκέντητος]], Σουΐδ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[no aguijado]], [[no domeñado]] Hsch.η 295, <i>EM</i> 432.11G.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκέντριστος]], -ον) [[κεντρίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] κεντρωμένος, ο [[αμπόλιαστος]] (αποδίδεται σε δέντρα)<br /><b>2.</b> όποιος δεν έχει δεχτεί κέντρισμα, [[τρύπημα]] με αιχμηρό όργανο<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει εξαγριωθεί, δεν έχει ερεθιστεί.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκέντριστος]], -ον) [[κεντρίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] κεντρωμένος, ο [[αμπόλιαστος]] (αποδίδεται σε δέντρα)<br /><b>2.</b> όποιος δεν έχει δεχτεί κέντρισμα, [[τρύπημα]] με αιχμηρό όργανο<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει εξαγριωθεί, δεν έχει ερεθιστεί.
}}
}}

Revision as of 12:35, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκέντριστος Medium diacritics: ἀκέντριστος Low diacritics: ακέντριστος Capitals: ΑΚΕΝΤΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: akéntristos Transliteration B: akentristos Transliteration C: akentristos Beta Code: a)ke/ntristos

English (LSJ)

ον, = ἀκέντητος (needing no goad, needing no spur, unpricked, flawless) 1, Hsch., EM 432.11.

Spanish (DGE)

-ον
no aguijado, no domeñado Hsch.η 295, EM 432.11G.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκέντριστος: -ον, = ἀκέντητος, Σουΐδ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκέντριστος, -ον) κεντρίζω
1. αυτός που δεν είναι κεντρωμένος, ο αμπόλιαστος (αποδίδεται σε δέντρα)
2. όποιος δεν έχει δεχτεί κέντρισμα, τρύπημα με αιχμηρό όργανο
3. εκείνος που δεν έχει εξαγριωθεί, δεν έχει ερεθιστεί.