ἀκαθαίρετος: Difference between revisions
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)kaqai/retos | |Beta Code=a)kaqai/retos | ||
|Definition=ον, (καθαιρέω) [[not to be put down]], <span class="bibl">Ph.1.39</span>,al.; [[not weakened]], <span class="bibl">Sor.1.21</span>. | |Definition=ον, (καθαιρέω) [[not to be put down]], <span class="bibl">Ph.1.39</span>,al.; [[not weakened]], <span class="bibl">Sor.1.21</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[intacto]] Origenes <i>Cels</i>.7.26<br /><b class="num">•</b>de un obispo [[no depuesto]] Pall.<i>V.Chrys</i>.13.139.<br /><b class="num">2</b> medic. [[no debilitado]] Sor.14.23.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[indestructible]] πλοῦτος τῆς φύσεως Ph.2.376, λόγος Ph.1.636<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[la indestructibilidad]] de los mandamientos de Dios, Didym.<i>in Ps.cat</i>.118.152.<br /><b class="num">2</b> [[inextinguible]], [[sin cuartel]] μάχη Ph.1.39, πόλεμος Ph.1.372. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκᾰθαίρετος''': -ον, ([[καθαιρέω]]) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταβάλῃ, Φίλων 2. 166. | |lstext='''ἀκᾰθαίρετος''': -ον, ([[καθαιρέω]]) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταβάλῃ, Φίλων 2. 166. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκαθαίρετος]], -ον) [[καθαιρῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει καθαιρεθεί, παυθεί από το αξίωμά του<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να καταργήσει, [[ακατάλυτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ακαταμάχητος]], [[ακατάβλητος]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκαθαίρετος]], -ον) [[καθαιρῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει καθαιρεθεί, παυθεί από το αξίωμά του<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να καταργήσει, [[ακατάλυτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ακαταμάχητος]], [[ακατάβλητος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, (καθαιρέω) not to be put down, Ph.1.39,al.; not weakened, Sor.1.21.
Spanish (DGE)
-ον
I 1intacto Origenes Cels.7.26
•de un obispo no depuesto Pall.V.Chrys.13.139.
2 medic. no debilitado Sor.14.23.
II 1indestructible πλοῦτος τῆς φύσεως Ph.2.376, λόγος Ph.1.636
•subst. τὸ ἀ. la indestructibilidad de los mandamientos de Dios, Didym.in Ps.cat.118.152.
2 inextinguible, sin cuartel μάχη Ph.1.39, πόλεμος Ph.1.372.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκᾰθαίρετος: -ον, (καθαιρέω) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταβάλῃ, Φίλων 2. 166.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκαθαίρετος, -ον) καθαιρῶ
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει καθαιρεθεί, παυθεί από το αξίωμά του
2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να καταργήσει, ακατάλυτος
αρχ.
ακαταμάχητος, ακατάβλητος.