ἀκορύφωτος: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)koru/fwtos
|Beta Code=a)koru/fwtos
|Definition=ον, [[not to be summed]], [[countless]], Id.s.v. [[ἄκριτα]].
|Definition=ον, [[not to be summed]], [[countless]], Id.s.v. [[ἄκριτα]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no se puede sumar]], [[innumerable]] Hsch., tb. s.u. ἄκριτα.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκορύφωτος''': -ον, ὃν δὲν δύναται τις να ἀριθμήσῃ ἢ συγκεφαλαιώσῃ, [[πολύς]], Ἡσύχ. ἐν λ. ἄκριτα.
|lstext='''ἀκορύφωτος''': -ον, ὃν δὲν δύναται τις να ἀριθμήσῃ ἢ συγκεφαλαιώσῃ, [[πολύς]], Ἡσύχ. ἐν λ. ἄκριτα.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no se puede sumar]], [[innumerable]] Hsch., tb. s.u. ἄκριτα.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκορύφωτος]], -ον) [<i>κορυφῶ</i> (-ώνω)]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει φθάσει στο κορύφωμά του, στο ανώτατο [[σημείο]] του<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[αναρίθμητος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκορύφωτος]], -ον) [<i>κορυφῶ</i> (-ώνω)]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει φθάσει στο κορύφωμά του, στο ανώτατο [[σημείο]] του<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[αναρίθμητος]].
}}
}}

Revision as of 12:39, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκορῠφωτος Medium diacritics: ἀκορύφωτος Low diacritics: ακορύφωτος Capitals: ΑΚΟΡΥΦΩΤΟΣ
Transliteration A: akorýphōtos Transliteration B: akoryphōtos Transliteration C: akoryfotos Beta Code: a)koru/fwtos

English (LSJ)

ον, not to be summed, countless, Id.s.v. ἄκριτα.

Spanish (DGE)

-ον
que no se puede sumar, innumerable Hsch., tb. s.u. ἄκριτα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκορύφωτος: -ον, ὃν δὲν δύναται τις να ἀριθμήσῃ ἢ συγκεφαλαιώσῃ, πολύς, Ἡσύχ. ἐν λ. ἄκριτα.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκορύφωτος, -ον) [κορυφῶ (-ώνω)]
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει φθάσει στο κορύφωμά του, στο ανώτατο σημείο του
αρχ.
ο αναρίθμητος.