ἀμφικλινής: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)mfiklinh/s
|Beta Code=a)mfiklinh/s
|Definition=ές, [[unsteady]], [[uncertain]], χαρά <span class="bibl">Ph.2.548</span>. Adv. -νῶς, ἔχειν to [[be in doubt]], <span class="bibl">2.171</span>.
|Definition=ές, [[unsteady]], [[uncertain]], χαρά <span class="bibl">Ph.2.548</span>. Adv. -νῶς, ἔχειν to [[be in doubt]], <span class="bibl">2.171</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[poco firme]], [[incierto]], [[vacilante]] χαρά Ph.2.548, [[ἐνδοιασμός]] ἀμφικλινὴς ... τῆς ψυχῆς Procop.Gaz.M.87.225c.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς: ἀ. ἔχειν estar en duda</i> Ph.2.171.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφικλῑνής''': -ές, ([[κλίνω]]) ὁ εἰς ἀμφότερα τὰ μέρη κλίνων, [[ἀσταθής]], [[ἀβέβαιος]], χαρὰ Φίλων 2. 548. Ἐπίρρ. -νῶς ἔχω, [[ἀμφιβάλλω]], εἶμαι ἐν ἀμφιβολίᾳ, ὁ αὐτ. 2. 171.
|lstext='''ἀμφικλῑνής''': -ές, ([[κλίνω]]) ὁ εἰς ἀμφότερα τὰ μέρη κλίνων, [[ἀσταθής]], [[ἀβέβαιος]], χαρὰ Φίλων 2. 548. Ἐπίρρ. -νῶς ἔχω, [[ἀμφιβάλλω]], εἶμαι ἐν ἀμφιβολίᾳ, ὁ αὐτ. 2. 171.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[poco firme]], [[incierto]], [[vacilante]] χαρά Ph.2.548, [[ἐνδοιασμός]] ἀμφικλινὴς ... τῆς ψυχῆς Procop.Gaz.M.87.225c.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς: ἀ. ἔχειν estar en duda</i> Ph.2.171.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἀμφικλινής]]) [[κλίνω]] <b>νεοελλ.</b> αυτός που παρουσιάζει [[κλίση]] και στις δύο πλευρές του<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αμφιρρέπει, [[ασταθής]], [[αβέβαιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλινής</i> <span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]].
|mltxt=-ές (Α [[ἀμφικλινής]]) [[κλίνω]] <b>νεοελλ.</b> αυτός που παρουσιάζει [[κλίση]] και στις δύο πλευρές του<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αμφιρρέπει, [[ασταθής]], [[αβέβαιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλινής</i> <span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]].
}}
}}

Revision as of 12:55, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφικλῐνής Medium diacritics: ἀμφικλινής Low diacritics: αμφικλινής Capitals: ΑΜΦΙΚΛΙΝΗΣ
Transliteration A: amphiklinḗs Transliteration B: amphiklinēs Transliteration C: amfiklinis Beta Code: a)mfiklinh/s

English (LSJ)

ές, unsteady, uncertain, χαρά Ph.2.548. Adv. -νῶς, ἔχειν to be in doubt, 2.171.

Spanish (DGE)

-ές
1 poco firme, incierto, vacilante χαρά Ph.2.548, ἐνδοιασμός ἀμφικλινὴς ... τῆς ψυχῆς Procop.Gaz.M.87.225c.
2 adv. -ῶς: ἀ. ἔχειν estar en duda Ph.2.171.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφικλῑνής: -ές, (κλίνω) ὁ εἰς ἀμφότερα τὰ μέρη κλίνων, ἀσταθής, ἀβέβαιος, χαρὰ Φίλων 2. 548. Ἐπίρρ. -νῶς ἔχω, ἀμφιβάλλω, εἶμαι ἐν ἀμφιβολίᾳ, ὁ αὐτ. 2. 171.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀμφικλινής) κλίνω νεοελλ. αυτός που παρουσιάζει κλίση και στις δύο πλευρές του
αρχ.
αυτός που αμφιρρέπει, ασταθής, αβέβαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -κλινής < κλίνω.